ευδιώ

ευδιώ
εὐδιῶ, -άω, επικ. μτχ. εὐδιόων (Α) [ευδία]
1. (για θάλασσα ή για καιρό) είμαι αίθριος ή γαλήνιος («κόλπῳ ἐν εὐδιόωντι», Απολλ. Ρόδ.)
2. (για πρόσ.) απολαμβάνω αίθριο καιρό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐδίῳ — εὔδιος calm masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενευδιώ — ἐνευδιῶ, άω και επικ. τ. ἐνευδιόω (Α) [ευδιώ] (για πτηνό) πετώ στον καθαρό ουρανό, μετεωρίζομαι, αρμενίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”