Dictionary of Greek. 2013.
εὐδίῳ — εὔδιος calm masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενευδιώ — ἐνευδιῶ, άω και επικ. τ. ἐνευδιόω (Α) [ευδιώ] (για πτηνό) πετώ στον καθαρό ουρανό, μετεωρίζομαι, αρμενίζω … Dictionary of Greek